20 Μαΐου, 2024
Έχουμε συνηθισει αυτή την αδιαφορία, ή απλώς είμαστε εκπληκτικοί ηθοποιοί. Υποκρινόμαστε σε μια ζωή που την γέννησε η τραγωδία.
Λησμονούμε την αγάπη, την συμπόνια, την αλληλεγγύη…ή απλώς δεν τις ζήσαμε ποτέ. Ακούμε γι’ αυτές, διαβάζουμε γι’ αυτές, αλλά ποιος τις βίωσε πραγματικά; Ίσως ούτε και αυτοί που τις τραγούδησαν, που τις έγραψαν.
Θα γράψω μια μια βιωμένη εξαπάτηση, για ένα συναίσθημα όπως όλα τα άλλα…τα ανθρώπινα.
Είμαστε δέσμιοι της πλάνης μας, πνιγμένοι στην δική μας απάτη. Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Και εμείς, τρέφουμε το κατακάθι της.
Συντηρούμε ένα κτήνος, γιατί έτσι μπορούμε να επιβιώνουμε. Αυτό το κτήνος μας φθείρει όλους, και όλοι μας το αναζητούμε, το ψάχνουμε, μας λείπει εκείνες τις στιγμές που δεν ξέρουμε με τι να τις γεμίσουμε, με τι να τους δώσουμε ένα νόημα, μια ερμηνεία.
Δεν ξέρουμε ν’ αγαπούμε, να συμπονούμε, δεν ξέρουμε να κλαίμε, να γελάμε. Αδιαφορούμε, και εφευρίσκουμε τρόπους να σκεπάσουμε αυτή την αβάσταχτη αδιαφορία με τα πέπλα των πιο ποταπών και ευτελιστικά ψεύτικων συναισθημάτων μας.
Είμαστε οι ολοδικοί μας αρτίστες της εξαπάτησης. Ταξιδεύουμε στον κόσμο με κάθε μας αναπνοή και ο καθένας από εμάς ακουμπά για μια φευγαλέα στιγμή το πηδάλιο.
Κατακτούμε τον κόσμο, μα δεν τον αντιλαμβανόμαστε, δεν προσπαθούμε να τον καταλάβουμε, να τον αισθανθούμε, να τον οικειοποιηθούμε.
Κάθε μας εσώτερο κενό καλύπτεται από μια εξευτελιστική πράξη, κάθε δάκρυ μας εξατμίζεται σ’ ένα πρόσωπο που επιθυμεί να ποτιστεί απ’ αυτά. Κάθε γέλιο μας καταπνίγεται από ένα ειρωνικά αδειανό βλέμμα.
Πασχίζουμε να διατηρήσουμε έναν κήπο, έναν κήπο βιασμένο από την μοναδική απόχρωση της αδιαφορίας, έναν κήπο φλεγόμενο από το ορμητικό μένος της αποχαύνωσης.
Και να που φτάσαμε στο ζενίθ μιας αιματοβαμμένης ανθρωπότητας, και συζητούμε για έναν πόλεμο που του αρνήθηκαν να μείνει στην ιστορία.
Ανίκανοι να αισθανθούμε, να νιώσουμε, ψάχνουμε λέξεις που μόνο αυτός ο αβυσσαλέος κήπος μπορεί να παράξει, και εμεις δέσμιοι του κόσμου που σμιλέψαμε αναζητούμε ένα νόημα, αδύνατο να καλλιεργηθεί στις ανθρώπινες στάχτες και τόσο άσθενο να αναγεννηθεί απ’ αυτές.
Αντικατοπτρισμός, καθρεπτισμός, μίμηση.
Δεν αγαπούμε, δεν συμπονούμε…υποκρινόμαστε. Και νιώθουμε πρωταγωνιστές σε ένα έργο που διαδραματίζεται στα ερειπωμένα κοιμητήρια, σ’ αυτές τις αβύσσους που ξεπροβάλλουν όπου οι άνθρωποι ξεκινούν ν’ αισθάνονται.
Ευχαριστώ κόσμε που με ζωγράφισες με την μοναδική απόχρωση που διαθέτεις, ευχαριστώ που με κράτησες φυλακισμένη στο φιλελεύθερο σύμπαν σου.
Όμως, προφυλάξου.
Κλείσε το παράθυρο, γιατί μπορεί να αποδράσω…
Μυρτώ Ανδρώνη
Views: 46