“We the Peoples…” – Η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των αυτόχθονων πληθυσμών (Paul Oldham και Miriam Anne Frank)

You are currently viewing “We the Peoples…” – Η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των αυτόχθονων πληθυσμών (Paul Oldham και Miriam Anne Frank)

 

Ο Paul Oldham είναι ερευνητής στο Κέντρο ESRC για τις οικονομικές και κοινωνικές πτυχές της γονιδιωματικής (CESAGen) του Πανεπιστημίου Lancaster. Έχει διεξάγει επιτόπια έρευνα με τους Piaroa στη νότια Βενεζουέλα και εργάζεται πάνω στα διεθνή περιβαλλοντικά και ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Miriam Anne Frank είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης της Αυστρία. Εργάστηκε πάνω στη Διακήρυξη από το 1993 μέχρι την υιοθέτησή της και είναι η Συντονίστρια Διεθνών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Περιβάλλοντος του Ολλανδικού Κέντρου για τους Αυτόχθονες Λαούς (NCIV).

Η Διακήρυξη δεν αντιπροσωπεύει αποκλειστικά την άποψη των Ηνωμένων Εθνών, ούτε αντιπροσωπεύει αποκλειστικά την άποψη των αυτόχθονων λαών. Πρόκειται για μια Διακήρυξη που συνδυάζει τις απόψεις και τα συμφέροντά μας και η οποία θέτει το πλαίσιο για τo μέλλον. Είναι ένα εργαλείο για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, βασισμένο στην αμοιβαία αναγνώριση και τον αμοιβαίο σεβασμό.

Ο Les Malezer του Foundation for Aboriginal and Islander Research Action (FAIRA), ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος του Global Indigenous Peoples’ Caucus, απευθύνεται στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ μετά την υιοθέτηση της Διακήρυξης. – η φωτογραφία ανήκει στην συλλογή του JSTOR (click here to see the article)

 

Με αυτόν τον τρόπο ο Les Malezer, πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομάδας Ιθαγενών Λαών, χαιρέτισε την υιοθέτηση της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ιθαγενών Λαών σε δήλωσή του στην 61η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στις 13 Σεπτεμβρίου 2007 (ψήφισμα 61/295). Σε αυτό το άρθρο αναφερόμαστε στη διαδικασία υιοθέτησης της Διακήρυξης και καταλήγουμε εξετάζοντας εν συντομία τον τρόπο με τον οποίο η ανθρωπολογία μπορεί να εμπλακεί αποτελεσματικότερα σε αυτό το νέο μέσο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η διαδικασία που οδήγησε στην υιοθέτηση της Διακήρυξης διήρκεσε 23 χρόνια και αντιστοιχεί στην ανάδυση και επέκταση του διεθνούς κινήματος των αυτοχθόνων λαών ως παγκόσμιο κίνημα με επίκεντρο το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών (Barsh 1986, Alfredsson 1989, Sanders 1989, Stamatopoulou 1994, Brysk 2000, Muehlebach 2001, Mclntosh 2001, Garcia-Alix 2003, Chernela 2005, Morgan 2007, Frank forthcoming). Η κίνηση αυτή ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και επιταχύνθηκε κατά τη δεκαετία του 1980. Μετά τα πορίσματα της μελέτης-ορόσημο για το πρόβλημα των διακρίσεων εις βάρος των αυτόχθονων πληθυσμών, που ανατέθηκε το 1971, και μιας διάσκεψης ΜΚΟ το 1977 για το ίδιο θέμα, ο ΟΗΕ συγκρότησε το 1982 μια ομάδα εργασίας για τους αυτόχθονες πληθυσμούς (WGIP). Η εντολή της Ομάδας περιελάμβανε την ανάπτυξη τυποποιητικών μέσων που οδήγησαν στο πρώτο σχέδιο της Διακήρυξης. Το 1993 η WGIP πρότεινε ένα τελικό σχέδιο το οποίο εγκρίθηκε το 1994 από το μητρικό της όργανο, την Υπο-επιτροπή του ΟΗΕ για την πρόληψη των διακρίσεων και την προστασία των μειονοτήτων. Στη συνέχεια αυτό διαβιβάστηκε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, η οποία το 1995 συγκρότησε διακυβερνητική ομάδα εργασίας για την επεξεργασία του σχεδίου της Διακήρυξης (WGDD).

Σε μια σημαντική απόκλιση από τη διαδικασία του ΟΗΕ, οι εκπρόσωποι των αυτοχθόνων πληθυσμών είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση της Διακήρυξης και απολάμβαναν εξαιρετικά ισχυρή ιδιοκτησία επί του περιεχομένου της. Όπως εξήγησε ο Luis Chavez (Περού), ο οποίος προήδρευσε της WGDD στις μεταγενέστερες συνόδους της, όταν παρουσίασε το κείμενο στη Γενική Συνέλευση, “πρέπει να πω ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των Ηνωμένων Εθνών οι εκπρόσωποι των αυτόχθονων λαών, αυτοί που θα απολάμβαναν τα δικαιώματα που περιέχονται στο σχέδιο, συμμετείχαν ενεργά στις εργασίες για το κείμενο, αποδίδοντας του αδιαμφισβήτητη νομιμότητα”. Αυτό επαναλήφθηκε από την Victoria Tauli Corpuz, πρόεδρο του Μόνιμου Φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών για τα Θέματα των Αυτοχθόνων, στην ομιλία της στη Συνέλευση κατά την έγκριση της Διακήρυξης: “Η παρούσα Διακήρυξη έχει τη διάκριση να είναι η μόνη Διακήρυξη στα Ηνωμένα Έθνη που συντάχθηκε με τους ίδιους τους δικαιούχους, τους αυτόχθονες λαούς”. Η Tauli-Corpuz υπογράμμισε επίσης την ευρύτερη σημασία της Διακήρυξης: Πρόκειται για μια Διακήρυξη που καθιστά την εναρκτήρια φράση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, “We the Peoples…”, ουσιαστική για τα περισσότερα από 370 εκατομμύρια αυτόχθονες σε όλο τον κόσμο”.

Η Διακήρυξη προορίζεται να χρησιμεύσει “ως ένα πρότυπο επίτευξης που πρέπει να επιδιωχθεί με πνεύμα εταιρικής σχέσης και αμοιβαίου σεβασμού” μεταξύ των κρατών και των αυτόχθονων λαών, παρέχοντας “τα ελάχιστα πρότυπα για την επιβίωση, την αξιοπρέπεια και την ευημερία των αυτόχθονων λαών του κόσμου” (παράγραφος 24: άρθρο 43). Η Διακήρυξη δεν αποτελεί νομικά δεσμευτικό μέσο, αλλά είναι από ορισμένες απόψεις διακηρυκτική του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Επικαλείται ήδη σε εθνικές και περιφερειακές νομικές υποθέσεις και μπορεί να αποτελέσει τον πρόδρομο μιας νομικά δεσμευτικής σύμβασης. Η Διακήρυξη αποτελείται από 24 περιληπτικές παραγράφους και 46 άρθρα που καθορίζουν τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών, συμπεριλαμβανομένων: του αυτοπροσδιορισμού ως αυτοχθόνων λαών, του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, των δικαιωμάτων σε εδάφη, επικράτειες και φυσικούς πόρους, της ελεύθερης, πρότερης και ενημερωμένης συναίνεσης για αναπτυξιακές δραστηριότητες και των δικαιωμάτων που ενσωματώνονται στα κύρια μέσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πολλά από τα δικαιώματα που ορίζονται στη Διακήρυξη είναι συλλογικής φύσης και διατυπώνονται με τους όρους “Οι αυτόχθονες λαοί έχουν το δικαίωμα…”. (Thompson 1997, Sanders 1991). Ωστόσο, τα συλλογικά δικαιώματα εξισορροπούνται με αναφορές στα δικαιώματα των ατόμων, όπως το δικαίωμα των ατόμων να απολαμβάνουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, καθώς και ειδικές προοπτικές για τις γυναίκες, τα παιδιά και τα άτομα με αναπηρίες.

Δεν υπάρχουν νέα δικαιώματα

Στιγμιότυπο από την μεγαλύτερη περιβαλλοντολογική διαμαρτυρία που συνέβη στην Νέα Υόρκη στις 21 Σεπτεμβρίου του 2014. Στην φωτογραφία φαίνεται το σύνθημα “Respect Indigenous People’s Rights – End Colonialism”. Με αφορμή την διαμαρτυρία εκατοντάδες αυτόχθονες κατέβηκαν στους δρόμους της μεγαλούπολης για να διαμαρτυρηθούν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματα που τους έμελλε να προσδώσει η Διακύρηξη, – Cultural Survival, Voices at the People’s Climate March: Indigenous Peoples Lead Historic 400,000-Strong People’s Climate March

 

Όπως έχει συζητηθεί στο “ANTHROPOLOGY TODAY” και αλλού, οι συζητήσεις για τα δικαιώματα των αυτόχθονων λαών έχουν εγείρει αμφισβητούμενα ερωτήματα σχετικά με τους ορισμούς των αυτόχθονων λαών, τη σημασία του δικαιώματος αυτοδιάθεσης όλων των λαών σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως αυτό εφαρμόζεται στους αυτόχθονες λαούς, τη φύση των συλλογικών δικαιωμάτων, την ελεύθερη, προηγούμενη και ενημερωμένη συναίνεση και σε σχέση με τα εδάφη, τις περιοχές και τους φυσικούς πόρους (Sanders 1991, Thompson 1997, Bowen 2000, Colchester 2002, Kenrick and Lewis 2004, Mackey 2005). Για πολλά χρόνια η Διακήρυξη παρέμεινε αποφασιστικά κολλημένη στην WGDD λόγω της πολυπλοκότητας αυτών των ζητημάτων, της κωλυσιεργίας ορισμένων κρατών και της αντίστασης των εκπροσώπων των αυτοχθόνων πληθυσμών σε αλλαγές στο κείμενο του σχεδίου της Διακήρυξης του 1994. Με την υποστήριξη φιλικών κρατών, οι εκπρόσωποι των αυτοχθόνων αντιστάθηκαν με επιτυχία στις προσπάθειες αποδυνάμωσης του κειμένου. Επομένως, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τι προσπαθούσαν να επιτύχουν τα μέλη της Παγκόσμιας Συνόδου των Αυτοχθόνων Λαών κατά τη διάρκεια των πολλών ετών σχετικά με τη Διακήρυξη.

Λίγοι ανθρωπολόγοι, όπως ο Kuper (2003), ισχυρίστηκαν ότι το κίνημα για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών αποτελεί εκδήλωση του εθνικιστικού “αίμα και έδαφος” με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες (Beteille 1998, Saugestad 2004). Ωστόσο, όπως έχουν υποστηρίξει και άλλοι, ο συγκερασμός του κινήματος για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων πληθυσμών με τον εθνικισμό, τον ναζισμό και το Aπαρτχάιντ χάνει τη διαφοροποιημένη φύση των σχέσεων εξουσίας που εμπλέκονται και τη θέση της δομικής ανισότητας και της περιθωριοποίησης των αυτοχθόνων πληθυσμών (Ramos 2003, Robins 2003, Kenrick and Lewis 2004).

Η φωτογραφία ανήκει στην Rena Schild. Τραβήχτηκε κατά την διάρκεια της διαδήλωσης προς τιμήν της ανθρωπιστικής δράσης “AIM” (American Indian Movement) του 1968

 

Ειδικότερα, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι εκπρόσωποι των αυτόχθονων δεν θεωρούσαν ότι ζητούσαν “νέα” δικαιώματα (Thornberry 2002, Morgan 2007). Αντίθετα, υποστήριζαν σταθερά ότι επεδίωκαν την αναγνώριση και την εφαρμογή των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στους αυτόχθονες πληθυσμούς. Ο Les Malezer επανέλαβε αυτό το σημείο στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση:
Τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι η Διακήρυξη για τα δικαιώματα των αυτόχθονων λαών δεν περιέχει νέες διατάξεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιβεβαιώνει πολλά δικαιώματα που περιλαμβάνονται ήδη σε διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά δικαιώματα που έχουν αρνηθεί για τους αυτόχθονες λαούς.

Οι πράξεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν κατασκευάζονται από το πουθενά ως “νέα” δικαιώματα (Buergenthal 2006). Έτσι, το 1986 η Γενική Συνέλευση καθόρισε ότι η ανάπτυξη νέων πράξεων θα πρέπει “να συνάδει με το υπάρχον σώμα του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων” (ψήφισμα 41/120). Μια προσεκτική ανάγνωση της Διακήρυξης αποκαλύπτει ότι είναι κατασκευασμένη από στοιχεία του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, των Συμφώνων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, καθώς και συμβάσεων και διακηρύξεων σχετικά με τα παιδιά (CRC), τις γυναίκες (CEDAW), τις φυλετικές διακρίσεις (CERD), τη γενοκτονία, τις μειονότητες και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, καθώς και της Σύμβασης 169 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) (E/CN.4/Sub.2/1994/2). Αυτό που ήταν νέο ήταν η εφαρμογή αυτών των δικαιωμάτων στους αυτόχθονες λαούς ως λαούς βάσει του διεθνούς δικαίου, με το συνακόλουθο δικαίωμα αυτοδιάθεσης, και όχι ως απλούς “πληθυσμούς” ή ως πλήρως ουσιοποιημένους “αυτόχθονες” (Beteille 1998, Bowen 2000, Muehlebach 2003, Morgan 2007). Ωστόσο, οι διατάξεις της Διακήρυξης παρουσίαζαν επίσης σαφείς προκλήσεις για τα κράτη. Σε μια αντανάκλαση των συζητήσεων στο ANTHROPOLOGY TODAY, η Αφρική θα ήταν αυτή που θα μετακινούνταν στο επίκεντρο της προσοχής κατά τη διάρκεια των τελικών διαπραγματεύσεων για τη Διακήρυξη (Kenrick και Lewis 2004).

Ορισμοί και αυτοδιάθεση

Κατά την καταληκτική σύνοδο της WGDD το 2005 και το 2006, ο πρόεδρος Luis Chavez συνέταξε ένα τελικό συμβιβαστικό “κείμενο του προέδρου” που διατήρησε τις κύριες διατάξεις της Διακήρυξης του 1994, αλλά αντανακλούσε τους τομείς στους οποίους δεν επιτεύχθηκε συναίνεση σχετικά με την αυτοδιάθεση, τα εδάφη, τις επικράτειες και τους φυσικούς πόρους και την ελεύθερη, πρότερη και εν επιγνώσει συναίνεση (E/CN.4/2006/79). Το κείμενο αυτό εγκρίθηκε από το νέο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 47 μελών τον Ιούνιο του 2006 με ψήφους 30 κρατών υπέρ, 2 κατά (Καναδάς και Ρωσική Ομοσπονδία) και 12 αποχές (Ψήφισμα 2006/2). Το έδαφος φαινόταν να έχει διαμορφωθεί για την υιοθέτησή του από τη Γενική Συνέλευση του Δεκέμβριο του 2006. Ωστόσο, ο αρχικός πανηγυρισμός στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ομάδας Ιθαγενών Λαών μετατράπηκε σε απογοήτευση όταν, σε μια αιφνιδιαστική κίνηση, η Ναμίμπια, ενεργώντας εξ ονόματος της Αφρικανικής Ομάδας, κατέθεσε πρόταση για αναβολή της εξέτασης της Διακήρυξης ώστε να δοθεί χρόνος για “περαιτέρω διαβουλεύσεις” (Ψήφισμα 61/178, Lutz 2007).

Ένα “Σχέδιο βοηθητικού υπομνήματος” της Αφρικανικής Ομάδας, με ημερομηνία 9 Νοεμβρίου 2006, εξέθετε ένα ευρύ φάσμα αντιρρήσεων για τη Διακήρυξη. Υποστήριξαν ότι η έλλειψη ορισμού των αυτόχθονων πληθυσμών θα “δημιουργούσε εντάσεις μεταξύ εθνοτικών ομάδων και αστάθεια εντός κυρίαρχων κρατών” σε μια περιοχή που ανακάμπτει από “συγκρούσεις εθνοτικής βάσης”. Η Αφρικανική Ομάδα επανέλαβε το γνωστό επιχείρημα ότι η έννοια της αυτοδιάθεσης εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις αποικιοκρατικής κυριαρχίας και εξέφρασε το φόβο ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης θα “παρερμηνευόταν ως ένα μονομερές δικαίωμα αυτοδιάθεσης και πιθανής απόσχισης σε ένα συγκεκριμένο υποσύνολο του εθνικού πληθυσμού”.

Μέχρι την έκτη σύνοδο του Μόνιμου Φόρουμ για τα Θέματα των Αυτοχθόνων, τον Μάιο του 2007, οι ανησυχίες αυτές είχαν μεταφραστεί σε ένα έγγραφο που περιείχε 36 προτεινόμενες τροποποιήσεις (βλ. επίσης Keating 2007). Στα τέλη Μαΐου, οι ανησυχίες του αρχικού Aide-Memoire αντικρούστηκαν σε γνωμοδότηση που εξέδωσε η Αφρικανική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και των Λαών της Αφρικανικής Ένωσης. Ωστόσο, η αφρικανική θέση έγινε το επίκεντρο των διαπραγματεύσεων κεκλεισμένων των θυρών μεταξύ του Μεξικού και της Ναμίμπια κατά την περίοδο που οδήγησε στα τέλη Αυγούστου 2007, με το Μεξικό να ενεργεί εκ μέρους των συνυποστηρικτών της Διακήρυξης και τη Ναμίμπια εκ μέρους της αφρικανικής ομάδας. Οι διαπραγματεύσεις αυτές συνοδεύονταν από ενεργό άσκηση πίεσης από την Παγκόσμια Ομάδα Ιθαγενών Λαών και τις ΜΚΟ που την υποστήριζαν, με την Ομάδα να αρνείται να εξετάσει προτάσεις που δεν είχαν εγκριθεί τόσο από τους συνυποστηρικτές όσο και από την Αφρικανική Ομάδα, προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τις αλλαγές.

Το λογότυπο των Ηνωμένων Εθνών για το Μόνιμο Φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών για τα θέματα των Αυτόχθονων πληθυσμών

 

Οι προτεινόμενες αφρικανικές τροποποιήσεις μας οδηγούν στον πυρήνα της διαμάχης σχετικά με τη Διακήρυξη και τις συζητήσεις για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας. Σχετικά με τους ορισμούς, η Αφρικανική Ομάδα πρότεινε ότι “…κάθε χώρα ή περιοχή έχει το προνόμιο να ορίζει ποιος αποτελεί αυτόχθονα λαό στις αντίστοιχες χώρες ή περιοχές της, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ή περιφερειακές ιδιαιτερότητές της”. Εν ολίγοις, τα κράτη θα αποφάσιζαν ποιος αποτελούσε τον αυτόχθονα “λαό”, αγνοώντας έτσι την έμφαση στον αυτοπροσδιορισμό που είχε προκύψει από πάνω από 20 χρόνια συζήτησης στα φόρουμ του ΟΗΕ (Colchester 2002, Saugestad 2004). Οι αναφορές στον αυτοπροσδιορισμό αντικαταστάθηκαν από το δικαίωμα “συμμετοχής στις πολιτικές υποθέσεις του κράτους”, ενώ οι διατάξεις για τα δικαιώματα γης, την εκπαίδευση και ένα ευρύ φάσμα άλλων δικαιωμάτων υπήχθησαν στους “εθνικούς νόμους” και τα “εθνικά νομικά συστήματα”. Πολλές από αυτές τις προτεινόμενες τροποποιήσεις θεωρήθηκαν ότι παραβιάζουν το ισχύον διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των αφρικανικών περιφερειακών πράξεων, και αντιτάχθηκαν από σημαντικό αριθμό κρατών, μαζί με οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οργανώσεις αυτοχθόνων πληθυσμών.

Περαιτέρω διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε συμφωνία με την Αφρικανική Ομάδα για μια Διακήρυξη που περιείχε μόνο εννέα τροπολογίες. Από αυτές, οι δύο είναι σημαντικές. Η πρώτη είναι μια αναφορά στις διαφορετικές καταστάσεις και στο ιστορικό και πολιτιστικό υπόβαθρο των αυτοχθόνων λαών στις διάφορες χώρες και περιοχές (παράγραφος 23), απαντώντας στο ζήτημα του ορισμού, αλλά αφήνοντας άθικτο τον αυτοπροσδιορισμό. Η δεύτερη είναι μια αναφορά στη Διακήρυξη και το Πρόγραμμα Δράσης της Βιέννης του 1993 που επιβεβαιώνει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης όλων των λαών (ψήφισμα 48/121- Chernela 2005). Ωστόσο, η Διακήρυξη της Βιέννης εξισορρόπησε επίσης αυτό το δικαίωμα μέσω της αναφοράς στη Διακήρυξη του 1970 για τις αρχές του διεθνούς δικαίου σχετικά με τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών (ψήφισμα 2625 [XXV]). Η τελευταία δεν αποτελεί μέσο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το άρθρο 46 της Διακήρυξης, το οποίο ορίζει ότι “[η] Διακήρυξη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως σημαίνουσα για οποιοδήποτε κράτος, λαό, ομάδα ή πρόσωπο την εμπλοκή σε δραστηριότητες αντίθετες προς τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών”, επεκτάθηκε ώστε να περιλαμβάνει “ή να ερμηνεύεται ως εξουσιοδοτούσα ή ενθαρρύνουσα οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να διαμελίσει ή να βλάψει, ολικά ή εν μέρει, την εδαφική ακεραιότητα ή την πολιτική ενότητα κυρίαρχων και ανεξάρτητων κρατών” – διατύπωση που αντλήθηκε από τη Διακήρυξη για τις Φιλικές Σχέσεις. Το ερώτημα τώρα ήταν αν οι αυτόχθονες πληθυσμοί μπορούσαν να αποδεχθούν τη Διακήρυξη με αυτές τις αλλαγές.

Μια αποφασιστική στιγμή

Κατά τη διάρκεια των ετών εκατοντάδες οργανώσεις αυτοχθόνων πληθυσμών από όλο τον κόσμο συμμετείχαν στην ανάπτυξη της Διακήρυξης. Ωστόσο, τα τελικά στάδια της διαπραγμάτευσης έθεσαν οξείες προκλήσεις για τους εκπροσώπους των αυτοχθόνων και τις οργανώσεις υποστήριξης, δεδομένης της κλίμακας και της ποικιλομορφίας των προοπτικών στο πλαίσιο του ευρύτερου κινήματος, των περιορισμών των πόρων, του κλειστού χαρακτήρα των διαπραγματεύσεων και των απαιτήσεων για εμπειρογνωμοσύνη στο διεθνές δίκαιο. Σε αυτές τις πολυπλοκότητες προστέθηκε το πρόβλημα ότι τα αντιμαχόμενα κράτη (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και ΗΠΑ, γνωστά ως CANZUS) θα εκμεταλλεύονταν τη διχόνοια.
Η ανθρωπολογία δεν είναι σε μεγάλο βαθμό εξοικειωμένη με υλικοτεχνικές, επικοινωνιακές και πολιτικές προκλήσεις αυτού του μεγέθους. Ως απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις, από το 2005 η Παγκόσμια Συμμαχία Αυτοχθόνων Λαών υιοθέτησε ένα οργανωτικό μοντέλο που βασίζεται στις επτά περιφέρειες του Μόνιμου Φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών για τα Θέματα των Αυτοχθόνων. Χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο, οι οργανώσεις των αυτοχθόνων λαών από την Αφρική, την Ασία, τη Βόρεια Αμερική, τη Λατινική Αμερική, τον Ειρηνικό, την Ευρώπη και τη Ρωσία όρισαν περιφερειακούς εκπροσώπους για να σχηματίσουν μια διευθύνουσα επιτροπή. Ο πρόεδρος Les Malezer, από την Αυστραλία, εγκαταστάθηκε προσωρινά στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσει στενότερα τη διαδικασία. Η διευθύνουσα επιτροπή ανέλαβε την ευθύνη να ασκεί πιέσεις για την υιοθέτηση της Διακήρυξης, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ώστε να παρακολουθεί τις διαπραγματεύσεις κεκλεισμένων των θυρών, να εντοπίζει τις απειλές για τη Διακήρυξη και να ενημερώνει τα περιφερειακά της δίκτυα. Δεδομένων των ισχυρών απόψεων πολλών οργανώσεων των αυτόχθονων πληθυσμών και του κινδύνου που διακυβεύεται, η υιοθέτηση μιας διαδικασίας χωρίς αποκλεισμούς ήταν ένα δύσκολο έργο. Εν όψει αυτού, η διευθύνουσα επιτροπή υιοθέτησε μια πολύ προσεκτική προσέγγιση.

Στις 31 Αυγούστου 2007, η διευθύνουσα επιτροπή κυκλοφόρησε μια έκθεση με τίτλο Διακήρυξη του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών: Report of the Global Indigenous Peoples’ Caucus’ Steering Committee για να ενημερώσει το ευρύτερο κίνημα σχετικά με τις προτάσεις που συζητούνταν από τα κράτη. Η έκθεση είχε τρία παραρτήματα: το πρώτο ήταν η νέα συμβιβαστική συμφωνία που επιτεύχθηκε από το Μεξικό με τη Ναμίμπια εκ μέρους των συνυποστηρικτών και της Αφρικανικής Ομάδας. Το δεύτερο ήταν η αρχική πρόταση της Αφρικανικής Ομάδας- το τρίτο ήταν μια ολοκαίνουργια πρόταση του Καναδά, της Κολομβίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας που περιέγραφε σημαντικές αλλαγές σε 13 άρθρα.

Οι συνυποστηρικτές εξήγησαν ότι, εάν η συμφωνία ήταν αποδεκτή, η Αφρικανική Ομάδα είχε συμφωνήσει να καταψηφίσει τυχόν προτεινόμενες τροπολογίες στο βήμα από γνωστά κράτη που αντιτίθενται (π.χ. CANZUS). Επομένως, οι συνυποστηρικτές ήθελαν “…να γνωρίζουν αν οι αυτόχθονες πληθυσμοί μπορούν να αποδεχθούν ή όχι τη Διακήρυξη με τις πρόσφατα διαπραγματευθείσες αλλαγές”. Στη συνέχεια, “επανέλαβαν αυτό που ίσχυε πάντα: ότι οι συνυποστηρικτές δεν θα προχωρήσουν και δεν θα πιέσουν για την υιοθέτηση μιας Διακήρυξης που οι αυτόχθονες λαοί δεν επιθυμούν”. Ωστόσο, εάν η ομάδα δεν συμφωνούσε και το κείμενο καθυστερούσε, τα αντίπαλα κράτη θα έμπαιναν στη συζήτηση και “το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν, κατά τη γνώμη των συνυποστηρικτών, μια σοβαρά αποδυναμωμένη Διακήρυξη”.

Η έκθεση προς τα δίκτυα δήλωνε: “Πρόκειται προφανώς για μια αποφασιστική στιγμή στον αγώνα των αυτοχθόνων λαών για σεβασμό και αναγνώριση των δικαιωμάτων μας. Οι αυτόχθονες λαοί πρέπει τώρα να αποφασίσουν αν μπορούν τώρα να αποδεχθούν τη Διακήρυξη ή όχι, με τις νέες αλλαγές”. Θέτοντας σε κίνηση τη διαβούλευση, η διευθύνουσα επιτροπή ενεργοποίησε μια συμφωνημένη “ομαλή διαδικασία” μέσω της οποίας οι απόψεις θα διοχετεύονταν απευθείας στους περιφερειακούς εκπροσώπους, προκειμένου να αξιολογηθεί η ισορροπία των απόψεων. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η ευρύτερη ομάδα Caucus παροτρύνθηκε να μην κυκλοφορήσει πληροφορίες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τα αντίπαλα κράτη. Η προθεσμία ορίστηκε για τις 12 το μεσημέρι, ώρα Νέας Υόρκης, στις 4 Σεπτεμβρίου. Την 1η Σεπτεμβρίου οι οργανώσεις καλούνταν να αποφασίσουν αν “μπορούμε να ζήσουμε με τις τροποποιήσεις και η Διακήρυξη υιοθετείται, Ή αν δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τη συμφωνημένη έκδοση και η Διακήρυξη δεν θα υιοθετηθεί”.

Αυτή η διαδικασία δεν αφορούσε, και πράγματι δεν μπορούσε, να εμπλέξει κάθε αυτόχθονα οργάνωση ή άτομο. Αντίθετα, αναφερόταν σε μια συμφωνημένη διαδικασία μέσω της οποίας η διευθύνουσα επιτροπή θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει αν, σε γενικές γραμμές, η συνολική ομάδα μπορούσε ή δεν μπορούσε να αποδεχτεί την τροποποιημένη Διακήρυξη. Η θέση αυτή ήταν κρίσιμη, διότι οι συνυποστηρικτές δεν θα δεσμεύονταν σε μια συμφωνία ενάντια στις επιθυμίες της ομάδας και θα είχαν επίγνωση των δυσκολιών οργάνωσης ταχέων περιφερειακών διαβουλεύσεων.

Στις 4 Σεπτεμβρίου, μετά από πολλές ώρες έντονης συζήτησης, η διευθύνουσα επιτροπή εξέδωσε δήλωση σχετικά με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων ως εξής:

Στις ανακοινώσεις αυτές, πολλοί από τους αυτόχθονες πληθυσμούς υποστήριξαν την υιοθέτηση της τροποποιημένης Διακήρυξης. Πολλοί άλλοι πήραν τη θέση να μην αντιταχθούν στην υιοθέτηση της Διακήρυξης. Κάποιοι αισθάνθηκαν έντονα ότι δεν θα πρέπει να δεσμεύονται από τη διαδικασία και τόνισαν το δικαίωμα των αυτόχθονων λαών να αποφασίζουμε τις δικές μας ρυθμίσεις στο δικό μας χρονοδιάγραμμα. Ωστόσο, το πιο σημαντικό είναι το επίπεδο της υποστήριξης που έλαβαν οι αυτόχθονες λαοί από τα κράτη για να εισαγάγουν αυτή την τροποποιημένη Διακήρυξη προς έγκριση, με βάση τα πολλά σημαντικά προ-οράματα που διατηρούνται στη Διακήρυξη.
Δεν έχουμε το ελεύθερο να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες των διαβουλεύσεων με τους αυτόχθονες πληθυσμούς που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. Ωστόσο, για την περιοχή της Ασίας, η Victoria Tauli-Corpuz ανέφερε σε δήλωση τύπου στις 6 Σεπτεμβρίου ότι “περίπου 400 ασιατικές οργανώσεις και δίκτυα αυτόχθoνων από 14 χώρες ανταποκρίθηκαν και εξέφρασαν την πλήρη υποστήριξή τους στο τροποποιημένο κείμενο. Ούτε μία οργάνωση δεν τάχθηκε κατά του τροποποιημένου κειμένου”.

Τέλος, οι κύριοι διαπραγματευτές, το Μεξικό, το Περού και η Γουατεμάλα, προσκλήθηκαν σε συνάντηση με τη διευθύνουσα επιτροπή και τους δόθηκε επίσημη δήλωση υποστήριξης. Η υποστήριξη αυτή εξαρτήθηκε από την προϋπόθεση ότι οποιαδήποτε περαιτέρω τροποποίηση από άλλα κράτη “θα αντιταχθεί από την Ομάδα Κρατών της Αφρικής και τα κράτη-συνυποστηρικτές”.

Η ψηφοφορία

Η 13η Σεπτεμβρίου ήταν μια σημαντική ημέρα για τους ιθαγενείς αντιπροσώπους, τις ΜΚΟ και τις κυβερνήσεις που ήταν παρόντες. Τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής, οι αρχηγοί που επισκέφθηκαν τη συνάντηση και οι ιθαγενείς ηγέτες έλαβαν θέσεις στον χώρο VIP στην αίθουσα της Γενικής Συνέλευσης. Τα περισσότερα άλλα μέλη της ομάδας και οι υποστηρικτές τους κάθισαν στο θεωρείο για να περιμένουν την ψηφοφορία.
Δεδομένου ότι ολόκληρη η συζήτηση είναι διαθέσιμη σε δύο διαδικτυακές εκπομπές των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες αποτελούν ανεκτίμητη πηγή για περαιτέρω ανάλυση και συζήτηση, περιοριζόμαστε εδώ σε μια σύντομη συζήτηση του πλαισίου της ψηφοφορίας.

Ο Luis Chavez παρουσίασε τη Διακήρυξη στο βήμα της Γενικής Συνέλευσης και ζήτησε αμέσως την έγκρισή της με συναίνεση χωρίς ψηφοφορία. Ήταν ήδη γνωστό ότι τα αντιτιθέμενα κράτη θα ζητούσαν ψηφοφορία. Το πραγματικό ερώτημα ήταν πόσα κράτη θα ψήφιζαν υπέρ της Διακήρυξης, με τις πρώτες εικασίες να επικεντρώνονται σε περίπου 120 κράτη – μια ξεκάθαρη πλειοψηφία.
Η ψηφοφορία προκηρύχθηκε από την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στις οποίες προσχώρησε ο Καναδάς. Όπως αναμενόταν, η αντιπολίτευση επικεντρώθηκε σε βασικές διατάξεις σχετικά με την αυτοδιάθεση, τη γη, τα εδάφη και τους φυσικούς πόρους, την ελεύθερη, πρότερη και ενημερωμένη συναίνεση και την πνευματική ιδιοκτησία. Ειδικότερα, η Νέα Ζηλανδία υποστήριξε ότι η διάταξη σχετικά με τα δικαιώματα γης (άρθρο 26) δημιουργούσε μια κατάσταση όπου “… ολόκληρη η χώρα δυνητικά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου”, ενώ τα άρθρα 19 και 32 παράγραφος 2 σχετικά με την ελεύθερη, πρότερη και εν επιγνώσει συναίνεση “… [υπονοούν] ότι οι αυτόχθονες λαοί έχουν δικαίωμα βέτο σε ένα δημοκρατικό νομοθετικό σώμα και στη διαχείριση των φυσικών πόρων” και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Νέα Ζηλανδία “πρέπει να αποστασιοποιηθεί από αυτό το κείμενο”. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν, υποστηρίζοντας ότι “το κείμενο στο σύνολό του είναι απαράδεκτο” και δηλώνοντας ότι θα ψηφίσουν κατά “αυτού του ελαττωματικού εγγράφου”. Τίποτα από αυτά δεν αποτέλεσε έκπληξη. Αυτό που ήταν σημαντικό ήταν ότι τα κράτη αυτά απέτυχαν να προσελκύσουν ευρύτερη υποστήριξη.

Η κλίμακα της υποστήριξης εντός της Γενικής Συνέλευσης έγινε σαφής όταν οι γιγαντοοθόνες πάνω από το βήμα αναβόσβησαν με πράσινο χρώμα καθώς οι αντιπροσωπείες πάτησαν τα κουμπιά στα γραφεία τους για να καταγράψουν την ψήφο τους. Η τελική ψηφοφορία κατέγραψε 144 ψήφους υπέρ, 4 κατά (CANZUS) και 11 αποχές. Αν και περιορίστηκε στα θεωρεία της Γενικής Συνέλευσης, ο Kenneth Deer από το Έθνος Mohawk ηγήθηκε των χειροκροτημάτων εκ μέρους της ομάδας Caucus.

Κατά τη διάρκεια των επεξηγήσεων και των δηλώσεων μετά την ψηφοφορία, 15 κυρίως αναπτυσσόμενες χώρες τόνισαν τη σημασία του άρθρου 46 και των διατάξεων για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα ως “γλώσσα παρηγοριάς”. Το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο μαζί με το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψήφισε υπέρ, χαιρέτισε τη Διακήρυξη, αλλά εξέφρασε την πάγια αντίθεσή του στα συλλογικά ανθρώπινα δικαιώματα, με εξαίρεση ένα “νέο και ξεχωριστό” δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο χαιρέτισε στη συνέχεια τα μέτρα που έλαβαν άλλα κράτη για την αναγνώριση ακριβώς τέτοιων δικαιωμάτων. Στη μόνη δήλωση που αναφέρθηκε στα συμφέροντα της ερευνητικής και μουσειακής κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριξε ότι τα δικαιώματα αποζημίωσης και επαναπατρισμού για τελετουργικά αντικείμενα και ανθρώπινα λείψανα θα ήταν σημαντικά μόνο όταν αυτά βρίσκονται στην κατοχή του κράτους. Επιπλέον, τα ανθρώπινα λείψανα θα επιστρέφονταν μόνο όταν οι ενδιαφερόμενοι ήταν σαφώς αναγνωρίσιμοι.

Στις 4.16 μ.μ. ο πρόεδρος σήκωσε το σφυρί και έκλεισε την επίσημη συνεδρίαση με τη φράση “έτσι αποφασίστηκε”. Η δήλωση εγκρίνεται. Στη συνέχεια, η σύνοδος πέρασε σε ανεπίσημη λειτουργία κατά τη διάρκεια της οποίας η Victoria Tauli-Corpuz και ο Les Malezer απηύθυναν χαιρετισμό στη Γενική Συνέλευση. Στην ομιλία της, η Tauli Corpuz απέτισε φόρο τιμής σε όσους συμμετείχαν στην πορεία των διαπραγματεύσεων, μεταξύ άλλων και στον αείμνηστο Βρετανό ανθρωπολόγο Andrew Gray:

Επιτρέψτε μου επίσης να επαναλάβω τις ευχαριστίες μου προς όλους τους ιθαγενείς ηγέτες, τους ακτιβιστές και τους εμπειρογνώμονες και τους εμπειρογνώμονες των ΜΚΟ που συνέβαλαν όλοι σε αυτό το ιστορικό επίτευγμα. Κάποιοι από αυτούς είναι σήμερα εδώ μαζί μας και κάποιοι από αυτούς έχουν ήδη πεθάνει. Θα ήθελα να αναφέρω συγκεκριμένα την Ingrid Washinawatok, τον Tony Blackfeather, τον Ed Burnstick και τον Andrew Gray, τον Howard Berman και τον Bob Epstein. Ας τους αποτίσουμε όλοι φόρο τιμής και ας τους ευχαριστήσουμε μέσα από την καρδιά μας.

Δεδομένου ότι οι ανθρωπολόγοι σπάνια αναφέρονται στο βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αυτό ήταν ένας κατάλληλος φόρος τιμής στον Andrew Gray και τους συναδέλφους του, οι οποίοι εργάστηκαν με τόση αφοσίωση για την υλοποίηση της Διακήρυξης.

Έχοντας αγωνιστεί επί δύο δεκαετίες για αυτό το επίτευγμα, το βράδυ της ψηφοφορίας έδωσε την ευκαιρία για έναν πολυαναμενόμενο εορτασμό. Στο άτυπο δείπνο συμμετείχαν τα σημερινά μέλη της Παγκόσμιας Ομάδας Ιθαγενών Λαών, μαζί με παλαιότερα μέλη που είχαν επιστρέψει μόνο και μόνο για να μοιραστούν αυτή την ιστορική ημέρα, καθώς και εκπρόσωποι των προσκεκλημένων κυβερνήσεων. Το δείπνο έκλεισε με συναισθηματικές ομιλίες, την ανταλλαγή ιστοριών και τραγουδιών και ευχαριστίες. Έγιναν αναφορές στο ότι ήρθαν σε αυτή τη διαδικασία νέοι και ανύπαντροι και ότι επέστρεψαν με γκρίζα μαλλιά και εγγόνια. Αφιερώσεις έγιναν σε εκείνους που απεβίωσαν κατά τη διάρκεια της μακράς διαδικασίας. Ο εορτασμός στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε ένα καραόκε μπαρ, όπου η τοπική πελατεία ξέσπασε σε βροντερό χειροκρότημα όταν ο Mattias Ahren από το Συμβούλιο των Σαάμι ανακοίνωσε την υιοθέτηση της Διακήρυξης. Αυτή ήταν μια κατάλληλη στιγμή τιμής στους αντιπροσώπους που ξόδεψαν τόσο πολύ χρόνο για να πετύχουν τον φαινομενικά αδύνατο στόχο να κάνουν τη Διακήρυξη πραγματικότητα.

Το λογότυπο των Ηνωμένων Εθνών για την Διακύρηξη των Δικαιωμάτων των Αυτόχθονων Λαών, landportal.org : United Nations Declaration on the Rights of Indigenous Peoples


Συμπεράσματα

Η υιοθέτηση της Διακήρυξης για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών αποτελεί ιστορικό επίτευγμα του παγκόσμιου κινήματος για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών, το οποίο θα πρέπει να χαιρετιστεί από τους ανθρωπολόγους, ορισμένοι από τους οποίους συνέβαλαν με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικά επίπεδα στη Διακήρυξη αυτή, μεταξύ άλλων μέσω της συμμετοχής τους σε ΜΚΟ και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό εγείρει το ερώτημα: πώς θα μπορούσαν οι ανθρωπολόγοι να συνεχίσουν να συμβάλλουν ανταποκρινόμενοι στην έκκληση του Tauli Corpuz να καταστήσουν τη Διακήρυξη ένα “ζωντανό έγγραφο για το κοινό μέλλον της ανθρωπότητας”;

Υπό την ευρύτερη έννοια, η Διακήρυξη αυτή αξίζει ανθρωπολογικής ανάλυσης μέσω της συμβολής στην αναδυόμενη ανθρωπολογία των διεθνών θεσμών, του δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Messer 1993, Merry 2006, Goodale 2006). Αυτό μπορεί κάλλιστα να συνεπάγεται μια πιο κριτική στάση απέναντι στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους περιορισμούς του από αυτή που υιοθετήσαμε εδώ. Ωστόσο, οι ανθρωπολόγοι μπορούν να κάνουν περισσότερα από αυτό.

Πρώτον, η Διακήρυξη και η σχετική βιβλιογραφία θα πρέπει ιδανικά να ενσωματωθούν στο βασικό πρόγραμμα σπουδών για τους φοιτητές ανθρωπολογίας.

Δεύτερον, η Διακήρυξη χρήζει εξέτασης όσον αφορά τις επιπτώσεις της στους επαγγελματικούς κώδικες δεοντολογίας. Τα μέλη των ανθρωπολογικών ενώσεων θα ήταν χρήσιμο να επανεξετάσουν τις διατάξεις των κωδίκων δεοντολογίας, οι περισσότεροι από τους οποίους επικαιροποιήθηκαν τελευταία φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1990, για να ελέγξουν τη συνοχή τους με τη Διακήρυξη, π.χ. όσον αφορά θέματα όπως η προηγούμενη συγκατάθεση μετά από ενημέρωση (άρθρα 10, 11, 28, 29, 32) και η πνευματική ιδιοκτησία (άρθρο 31), καθώς και όσον αφορά θεματικές περιοχές της ανθρωπολογικής έρευνας (π.χ. παιδιά, φύλο, υγεία, ανάπτυξη κ.λπ.). Θα μπορούσε να εξεταστεί επιπλέον η ανάπτυξη ειδικών οδηγιών για την ενημέρωση της ανθρωπολογικής κατάρτισης και πρακτικής στην έρευνα με αυτόχθονες πληθυσμούς. Η έµφαση εδώ θα πρέπει να δοθεί στην προώθηση εποικοδοµητικών ερευνητικών σχέσεων µε τους αυτόχθονες πληθυσµούς και στην επίδειξη της συνεχιζόµενης δέσµευσης της ανθρωπολογίας για ηθικές ερευνητικές σχέσεις που βασίζονται στην κατανόηση των διεθνών κανόνων για τα ανθρώπινα δικαιώµατα.

Τρίτον, οι ανθρωπολόγοι που διεξάγουν επιτόπια έρευνα με αυτόχθονες λαούς θα μπορούσαν να υποβάλλουν περιοδικά “εκθέσεις” για την αξιολόγηση της κατάστασης και της εφαρμογής της Διακήρυξης. Το Μόνιµο Φόρουµ των Ηνωµένων Εθνών για θέµατα αυτοχθόνων θα αναλάβει την πρακτική ευθύνη για την αξιολόγηση της προόδου στην εφαρµογή της ∆ιακήρυξης. Οι ανθρωπολόγοι θα µπορούσαν να συµβάλουν σηµαντικά σε αυτές τις αξιολογήσεις. Ωστόσο, ο χώρος για να συνεισφέρουν σε αυτό το φόρουμ είναι περιορισμένος και είναι ένα από τα λίγα μέρη όπου οι εκπρόσωποι των αυτοχθόνων μπορούν να λάβουν το λόγο εκ μέρους τους. Κατά την εμπειρία μας, επομένως, οι ανθρωπολογικές συνεισφορές είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες εάν προετοιμάζονται σε άμεση συνεργασία με τις οργανώσεις των αυτοχθόνων λαών.

Cultural Survival : Key Doors are now open, Indigenous people have to walk through them

 

Ένα απόσπασμα από την ομιλία του Les Malezer, του Προέδρου Ομάδας Ιθαγενών Λαών, στις 22 Σεπτεμβρίου του 2014 στην διημερή συνεδρίαση υψηλού επιπέδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στην Νέα Υόρκη (Πρώτη Παγκόσμια Διάσκεψη για τους Αυτόχθονες Λαούς):

“Οι αυτόχθονες λαοί άρχισαν να οργανώνονται πολύ νωρίς, μόλις η Γενική Συνέλευση εξέδωσε ψήφισμα ότι θα υπάρξει Παγκόσμια Διάσκεψη για τους αυτόχθονες λαούς. Τον Ιανουάριο του 2013 είχαμε μια συνάντηση βασικών ηγετικών στελεχών από όλο τον κόσμο για να αποφασίσουμε πώς θα προσεγγίζαμε αυτή την παγκόσμια διάσκεψη. Εκείνη την εποχή η μεγάλη μας ανησυχία ήταν ότι με το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία θα ήταν μόνο για τα κράτη, θα προκαλούσε ζημιά στη Διακήρυξη για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών. Έτσι προσπαθήσαμε να είμαστε προληπτικοί και να πούμε, “τι μπορούμε να κάνουμε για να έχουμε θετικά αποτελέσματα;”. Υπήρχαν δύο βασικά μέρη: το ένα είναι ότι προσπαθήσαμε να πείσουμε τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να διορίσει έναν διαμεσολαβητή που θα συνεργαζόταν με τον διαμεσολαβητή που θα βασιζόταν στα κράτη για την παγκόσμια διάσκεψη- θέλαμε δύο άτομα γι’ αυτό. Το δεύτερο σημείο ήταν ότι προσπαθούσαμε να κάνουμε το πρώτο σχέδιο ενός ψηφίσματος που θα υιοθετείτο από τη Γενική Συνέλευση, το οποίο θα ονομαζόταν Έγγραφο Αποτελεσμάτων. Ο δικός μου ρόλος προέκυψε επειδή οι διαπραγματεύσεις με τη Γενική Συνέλευση για την πρόσληψη ενός ιθαγενικού διαμεσολαβητή δεν πήγαιναν καλά. Η τελική συμφωνία που έγινε νωρίτερα το 2014 ήταν ότι θα υπήρχε μια ομάδα αποτελούμενη από τον πρόεδρο της Γενικής Συνέλευσης και τέσσερις συμβούλους, δύο εκ των οποίων θα ήταν ιθαγενείς και δύο από τα κράτη μέλη. Εγώ προτάθηκα, μαζί με τη Mirna Cunningham από τη Νικαράγουα, από τους ιθαγενείς σε όλο τον κόσμο μέσω της συντονιστικής ομάδας για να αναλάβω αυτή τη θέση. Ο πρόεδρος αποδέχθηκε τις υποψηφιότητές μας και έτσι διοριστήκαμε ως σύμβουλοι.

Αρθρογραφία:

ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ – UNITED NATIONS

Η ομιλία του Lez Malezer ειναι αναρτημένη ολόκληρη στην ιστοσελίδα Cultural Survival

 

Επισκέψεις: 208

Αφήστε μια απάντηση